τελεαρχία
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
τελεαρχία, ἡ, office of the police magistrate at Thebes, ibid.
German (Pape)
[Seite 1084] ἡ, das Amt od. Geschäft eines τελέαρχος, Plut. reip. ger. praec. 15; E. M Vgl. das Folgende.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge du τελέαρχος.
Greek Monolingual
ἡ, Α τελέαρχος
το αξίωμα του τελεάρχου.
Russian (Dvoretsky)
τελεαρχία: ἡ должность телеарха, телеархия Plut.