φορειαφόρος

From LSJ
Revision as of 10:51, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορειαφόρος Medium diacritics: φορειαφόρος Low diacritics: φορειαφόρος Capitals: ΦΟΡΕΙΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: phoreiaphóros Transliteration B: phoreiaphoros Transliteration C: foreiaforos Beta Code: foreiafo/ros

English (LSJ)

v. φορεαφόρος.

German (Pape)

[Seite 1299] ὁ, = φορειοφόρος; richtigere Lesart für φορεαφόρος D. L. 5, 73; Plut. Galb. 25; s. Lob. Phryn. 656.

Greek Monolingual

και φορεαφόρος και φοριοφόρος, ὁ, Α
δούλος που μετέφερε φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορεῖον / φόριον + -φόρος. Το -α- τών τ. για μετρικούς λόγους].

Russian (Dvoretsky)

φορειᾱφόρος: ὁ несущий носилки, носильщик Plut.