σφαδασμός

From LSJ
Revision as of 14:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰδασμός: ὁ, ὡς τὸ σπασμός, σύσπασις τῶν μελῶν, σπασμώδης κίνησις, «σπαρτάρισμα», Πλάτ. Πολ. 579E· παρ’ Ἐπιφαν. τ. 1, σ. 581C, σφαδαϊσμός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφαδάζω.

Greek Monotonic

σφᾰδασμός: ὁ, σπασμός, σύσπαση μελών, σπαρτάρισμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰδασμός: ὁ подергивание, судорога (σφαδασμοὶ καὶ ὀδύναι Plat.).

Middle Liddell

σφᾰδασμός, οῦ, ὁ, [from σφᾰδάζω]
a spasm, convulsion, Plat.

English (Woodhouse)

convulsion, of the body, twitching

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)