ὀνειροπολία
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ, = ὀνειροπόλησις (dreaming), Pl. Epin. 985c.
German (Pape)
[Seite 346] ἡ, = Vorigem, Plat. Epin. 985 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειροπολία: ἡ, τὸ ὀνειροπολεῖν, ὄνειρος, Πλάτων Ἐπιν. 985C.
Greek Monolingual
ὀνειροπολία, ἡ (Α) ονειροπόλος
η ονειροπόληση.
Russian (Dvoretsky)
ὀνειροπολία: ἡ сновидения, сонные грезы Plat.