σιτέομαι

From LSJ
Revision as of 15:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
impf. ἐσιτούμην, f. σιτήσομαι, ao. ἐσιτήθην;
se nourrir : τι ou τινι de qch ; fig. avec acc. : se nourrir (d’espérances, de sagesse, etc.).
Étymologie: σῖτος.

Greek Monotonic

σιτέομαι: Ιων. γʹ πληθ. παρατ. σιτέσκοντο· μέλ. σιτήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιτήθην, Ιων. γʹ πληθ. παρατ. σιτέσκοντο, μέλ. σιτήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιτήθην, Δωρ. και ποιητ. σιτάθην (σῖτος
1. λαμβάνω τροφή, τρώω, τρέφομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. με αιτ., τρέφομαι με κάτι, τρώω κάτι, σε Ηρόδ.· μεταφ., σιτέομαι ἐλπίδας, σε Αισχύλ.· τὴν σοφίαν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτέομαι: кормиться, питаться: σ. τι Her., Arph., Arst., Theocr. и τινι Xen. питаться чем-л.; ἐν πρυτανείῳ σ. Plat. получать (даровое) питание в пританее; ἐλπίδας σ. Aesch. питаться надеждами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτέομαι [σῖτος] imperf. iter. σιτέσκοντο; poët. aor. pass. σιτήθην, eten, zich voeden met; overdr.. ἐλπίδας σ. zich voeden met hoop Aeschl. Ag. 1668; ὁ πόλεμος οὐ τεταγμένα σιτεῖται oorlog voedt zich niet met vastgestelde rantsoenen Plut. Crass. 2.9.

Middle Liddell

σιτέομαι, σῖτος
1. to take food, eat, Od., Hdt.
2. c. acc. to feed on, eat, Hdt.: metaph., ς. ἐλπίδας Aesch.; τὴν σοφίαν Ar.