χαλιφρονέω
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
A to be light-minded, χαλιφρονέοντα σαοφρονίης ἐπέβησαν, Od.23.13.
German (Pape)
[Seite 1329] leichtsinnig, albern, thöricht sein, partic. praes., Od. 23, 13.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλιφρονέω: ἔχω χαλαρὰς τὰς φρένας, εἶμαι ἠλίθιος, καί τε χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν Ὀδ. Ψ. 13.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être léger d’esprit, être irréfléchi.
Étymologie: χαλίφρων.
English (Autenrieth)
(χαλίφρων): only part. as adj., thoughtless, indiscreet, Od. 23.13†.
Greek Monotonic
χᾰλιφρονέω: μέλ. -ήσω, είμαι ελαφρόμυαλος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
χᾰλιφρονέω: быть легкомысленным, безрассудным Hom.
Middle Liddell
χᾰλιφρονέω, fut. -ήσω [from χᾰλίφρων]
to be lightminded, Od.