Ἀμύκλαθεν
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
French (Bailly abrégé)
adv.
d’Amyclées.
Étymologie: Ἀμύκλαι, -θεν.
English (Slater)
̆αμύκλαθεν
1 from Amyklai Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (sc. Πείσανδρος) (N. 11.34)
Spanish (DGE)
(Ἀμύκλᾱθεν)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. de Amiclas Pi.N.11.34.
Middle Liddell
from Amyclae, Pind.