παρεκμανθάνω
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
English (LSJ)
A learn incidentally or gradually, τὴν μουσικήν Phld.Mus.p.105 K.
Greek Monolingual
Α εκμανθάνω
μαθαίνω παρεμπιπτόντως ή βαθμηδόν, σταδιακά («παρεκμανθάνειν τὴν μουσικήν», Φιλοδ.).