πέργουλος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ὁ, a small bird (Argive(?)), Hsch. πέργουν· πρέσβεις, Id. πέρδησις, A f.l. for πράδησις (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
πέργουλος: ὁ, «ὀρνιθάριον (ἄγριον. Λάκωνες)» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σπέργουλος.
Frisk Etymological English
See also: s. σποργίλος