παλίνστρεπτος

From LSJ
Revision as of 18:45, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίνστρεπτος Medium diacritics: παλίνστρεπτος Low diacritics: παλίνστρεπτος Capitals: ΠΑΛΙΝΣΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: palínstreptos Transliteration B: palinstreptos Transliteration C: palinstreptos Beta Code: pali/nstreptos

English (LSJ)

ον, A turned backward, Κριός Max.80, cf. Nic.Th.679 (v.l. παλίστρ-).

German (Pape)

[Seite 450] rückwärts gedreht, zurückgewendet, Nic. Th. 679, auch παλίστρεπτος geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνστρεπτος: -ον, ὁ πρὸς τὰ ὀπίσω ἐστραμμένος, πρὸς τὰ ὀπίσω φέρων, κέλευθος Μάξιμ. π. καταρχ. 80, Νικ. Θηρ. 679 (διάφορ. γραφ. παλιστρ-).

Greek Monolingual

παλίνστρεπτος και παλίστρεπτος, -ον (Α)
στραμμένος προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + στρεπτός (< στρέφω), πρβλ. εύ-στρεπτος].