περίτροπος

From LSJ
Revision as of 10:20, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτροπος Medium diacritics: περίτροπος Low diacritics: περίτροπος Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: perítropos Transliteration B: peritropos Transliteration C: peritropos Beta Code: peri/tropos

English (LSJ)

(proparox.), ον, A turned round, whirled round, κίνησις π. rotatory motion, prob.l. in Plu.Lys.12: Subst. περιτρόπου· ἴλιγγος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 597] ὁ, der Schwindel, Ael. H. A. 16, 24. herumgewendet, im Kreise herumgedreht, κίνησις, kreisförmige Bewegung, Plut. Lys. 12.

Greek (Liddell-Scott)

περίτροπος: -ον, περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, κίνησις π., περιστροφικὴ κίνησις, πιθ. γραφὴ ἐν Πλουτ. Λυσάνδρ. 12· ― παρ’ Ἡσυχ. ὡς οὐσ περιτρόπου· «ἴλιγγος», ἀλλ’ ἴδε Lob. Paral. σ. 386.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne autour, circulaire.
Étymologie: περιτρέπω.

Greek Monolingual

-ον, Α περιτρέπω
αυτός που περιστρέφεται, που στριφογυρίζει.

Russian (Dvoretsky)

περίτροπος: круговой, вращательный (κίνησις Plut.).