περιθαρσής

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιθαρσής Medium diacritics: περιθαρσής Low diacritics: περιθαρσής Capitals: ΠΕΡΙΘΑΡΣΗΣ
Transliteration A: peritharsḗs Transliteration B: peritharsēs Transliteration C: peritharsis Beta Code: periqarsh/s

English (LSJ)

ές, A very confident, A.R.1.152,195.

German (Pape)

[Seite 576] ές, sehr muthig, περιθαρσέες ἀλκῇ, Ap. Rh. 1, 152. 195.

Greek (Liddell-Scott)

περιθαρσής: -ές, λίαν θαρραλέος, εὐθαρσής, ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 152, 195· - θαρσήεις, εσσα, εν, Ἀπολλιν. Ψαλμ. σ. 223.· καὶ -θάρσῡνος, ον, αὐτόθι σ. 189.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. ευ-θαρσής].