περίπους

From LSJ
Revision as of 18:05, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπους Medium diacritics: περίπους Low diacritics: περίπους Capitals: ΠΕΡΙΠΟΥΣ
Transliteration A: perípous Transliteration B: peripous Transliteration C: peripous Beta Code: peri/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, A fitting close, as a shoe to the foot, Hsch., Phot. (better divisim, περὶ ποδός and περὶ πόδα).

German (Pape)

[Seite 589] = περιπόδιος 2, rings anschließend, anpassend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

περίπους: οδος, ὁ, ἡ, «περίποδος, (νῦν γράφεται διῃρημ. περὶ ποδός)· ἀντὶ τοῦ ἁρμόζον. καὶ περὶ πόδα· τὸ ἡρμοσμένον, ἀπὸ τῶν ὑποδημάτων», προσέτι «περὶ πόδα· οὕτως ἐκάλουν τὸ ἁρμόζον· μεταφέροντες ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῖς ποσὶν ὑποδημάτων. ἢ ἀκριβῶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «ὁ ἁρμόζων ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῖς ποσὶν ὑποδημάτων
ἤ ἀκριβῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πούς «πόδι»].