προκατατρίβω
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
[ῑ], A crush first, Procop.Goth.4.30.
Greek (Liddell-Scott)
προκατατρίβω: κατατρίβω πρότερον, Προκοπ. Ἱστ. 651Β.
Greek Monolingual
Α
καταστρέφω, αφανίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατατρίβω «φθείρω, αφανίζω»].