πρόσλημμα

From LSJ
Revision as of 22:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσλημμα Medium diacritics: πρόσλημμα Low diacritics: πρόσλημμα Capitals: ΠΡΟΣΛΗΜΜΑ
Transliteration A: próslēmma Transliteration B: proslēmma Transliteration C: proslimma Beta Code: pro/slhmma

English (LSJ)

ατος, τό, A upper garment, τῆς θεοῦ Michel 832.20 (Samos, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 772] τό, das noch außerdem dazu Genommene, Gregor. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσλημμα: τό, τὸ προσληφθέν, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 524Β, κλπ.

Greek Monolingual

-ήμματος, τὸ, Α προσλαμβάνω
1. επιπρόσθετη απόκτηση, πρόσκτηση
2. το εξωτερικό ένδυμα
3. εκκλ. η επί πλέον απόκτηση της θείας και της ανθρώπινης φύσης μέσω της σαρκώσεως από τον Υιό του Θεού.