σαρκοεπιπλοκήλη
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
English (LSJ)
ἡ, prob. A omental hernia with tumour of the spermatic cord, Gal.14.788.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σαρκεπιπλοκήλη Ν
σαρκοκήλη σε συνδυασμό με επιπλοκήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + επιπλοκήλη «μορφή κήλης»].