σφηνοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 12:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηνοκέφᾰλος Medium diacritics: σφηνοκέφαλος Low diacritics: σφηνοκέφαλος Capitals: ΣΦΗΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: sphēnoképhalos Transliteration B: sphēnokephalos Transliteration C: sfinokefalos Beta Code: sfhnoke/falos

English (LSJ)

ον, A with wedgeshaped or peaked head, Str.2.1.9.

Greek (Liddell-Scott)

σφηνοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν σφηνοειδῆ ἢ εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν, Πᾶνας σφηνοκεφάλους Στράβ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête pointue.
Étymologie: σφήν, κεφαλή.

Greek Monolingual

-η, -ο / σφηνοκέφαλος, -ον, ΝΑ
αυτός του οποίου το κεφάλι έχει σχήμα σφήνας, δηλαδή είναι επίμηκες και πεπλατυσμένο στα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + -κέφαλος (< κεφαλή)].

Greek Monotonic

σφηνοκέφαλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει σφηνοειδές, τριγωνικό, μυτερό κεφάλι, σε Στράβ.

Middle Liddell

σφηνο-κέφᾰλος, ον, κεφαλή
with peaked head, Strab.