φιλοφρόνημα
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ατος, τό, A act or proof of kindness, Aeschin.Ep.5.3 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1288] τό, eine liebreiche, freundliche Behandlung, Aeschin. ep.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφρόνημα: τό, πρᾶξις ἢ ἔνδειξις φίλου φρονήματος, εὐμενοῦς διαθέσεως, Αἰσχίν. Ἐπιστ. 5. 3, κλπ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ φιλοφρονῶ
φιλοφρόνηση.
Russian (Dvoretsky)
φιλοφρόνημα: ατος τό любезность, ласка Aeschin.