φυγαρσενία

From LSJ
Revision as of 14:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγαρσενία Medium diacritics: φυγαρσενία Low diacritics: φυγαρσενία Capitals: ΦΥΓΑΡΣΕΝΙΑ
Transliteration A: phygarsenía Transliteration B: phygarsenia Transliteration C: fygarsenia Beta Code: fugarseni/a

English (LSJ)

poet. φυγαρσενίη, ἡ, A shunning of men, Man.4.64.

German (Pape)

[Seite 1312] ἡ, die Männerscheu, Maneth. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

φῡγαρσενία: ἡ, τὸ ἀποφεύγειν τοὺς ἄρσενας, τοὺς ἄνδρας, Μανέθων 4. 64.

Greek Monolingual

και ιων. τ. φυγαρσενίη, ἡ, Α
το να αποφεύγει κανείς τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. -φυγ-ον του ρ. φεύγω + ἄρσην, -ενος «αρσενικός»].