φρικία
From LSJ
English (LSJ)
τά, A aguish shivering, Dsc.1.127 (v.l. -ίας), 4.14.
Greek Monolingual
και φρίκια, τὰ, Α φρίξ, φρικός]
ρίγος, ανατρίχιασμα που οφείλεται σε ψύχος.
Full diacritics: φρῑκία | Medium diacritics: φρικία | Low diacritics: φρικία | Capitals: ΦΡΙΚΙΑ |
Transliteration A: phrikía | Transliteration B: phrikia | Transliteration C: frikia | Beta Code: friki/a |
τά, A aguish shivering, Dsc.1.127 (v.l. -ίας), 4.14.
και φρίκια, τὰ, Α φρίξ, φρικός]
ρίγος, ανατρίχιασμα που οφείλεται σε ψύχος.