χαόω

From LSJ
Revision as of 14:55, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συχν." to "συχν.")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰόω Medium diacritics: χαόω Low diacritics: χαόω Capitals: ΧΑΟΩ
Transliteration A: chaóō Transliteration B: chaoō Transliteration C: chaoo Beta Code: xao/w

English (LSJ)

A destroy utterly, swallow up, λέγων χαῶσαι αὐτόν Simp.in Epict.p.47 D.:—Pass., ἐν τῇ γῇ χαούμενος Olymp. in Mete.143.5.

German (Pape)

[Seite 1335] = ἀπόλλυμι, Simplic. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χαόω: καταστρέφω παντελῶς, λέξις τῶν μεταγενεστέρων ἀντὶ τοῦ ἀπόλλυμι, Σιμπλ. Ἐπίκτ. 173, καὶ συχν. παρὰ τῷ Achmes ἐν Ὀνειρ. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς χάος, ὁλοσχερῶς καταστρέφομαι, «χάνομαι», οὔτε τις κτίσις τῆς πόλεως ἔμεινεν, ἀλλὰ πάντα ἐχαώθη Ἀθανάσ. τ. 2, σελ. 9D· καταπίνομαι ὑπὸ σεισμοῦ, ἐσχίσθη ἡ γῆ ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ, καὶ ἐχαώθη τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως μετὰ τῶν οἰκητόρων Ἰω. Μαλαλ. σ. 437, 19, κλπ.