χθονοτρεφής

From LSJ
Revision as of 12:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθονοτρεφής Medium diacritics: χθονοτρεφής Low diacritics: χθονοτρεφής Capitals: ΧΘΟΝΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: chthonotrephḗs Transliteration B: chthonotrephēs Transliteration C: chthonotrefis Beta Code: xqonotrefh/s

English (LSJ)

ές, A bred from earth, ἐδανόν A.Ag.1407 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1355] ές, von der Erde, vom Lande genährt, Aesch. Ag. 1381.

Greek (Liddell-Scott)

χθονοτρεφής: -ές, ὁ ἐκ τῆς γῆς τραφεὶς ἢ τρεφόμενος, χθονοτρεφὲς ἐδανὸν ἢ ποτὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1407.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nourri par la terre.
Étymologie: χθών, τρέφω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που τρέφεται από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. ἀνεμο-τρεφής, ὑδατο-τρεφής].

Greek Monotonic

χθονοτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που τρέφεται από τη γη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χθονοτρεφής: произведенный землей, земной (ἐδανὸν ἢ ποτόν Aesch.).

Middle Liddell

χθονο-τρεφής, ές τρέφω
bred from earth, Aesch.