χρέμψ

From LSJ
Revision as of 18:55, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρέμψ Medium diacritics: χρέμψ Low diacritics: χρέμψ Capitals: ΧΡΕΜΨ
Transliteration A: chrémps Transliteration B: chremps Transliteration C: chremps Beta Code: xre/my

English (LSJ)

a kind of A fish, prob. = χρόμις, Arist.HA534a8 (v.l. χρέψ).

German (Pape)

[Seite 1371] ein Fisch, Arist. H. A. 4, 8.

Greek (Liddell-Scott)

χρέμψ: εἶδος ἰχθύος, μνημονευομένου μεταξὺ τῶν ὀξυηκόων ἰχθύων, τοῦ κεστρέως καὶ λάβρακος, κλπ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18 (διάφορ. γραφ. χρέψ, ἀλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ὁδηγοῦν ἡμᾶς εἰς διάκρισιν τοῦ γένους ἢ τῆς κλίσεως).

Greek Monolingual

και χρέψ, ὁ, Α
είδος ψαριού, ο χρέμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. χρέμπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

χρέμψ: (род и склон. неизвестны) хремпс (вид рыбы, отличающейся тонким слухом) Arst.