ψευδοτάφιον
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
[ᾰ], τό, A = κενοτάφιον, Philostr.VA8.31.
German (Pape)
[Seite 1395] τό, = κενοτάφιον, Philostr. u, a. Sp. Vgl. ψευδήριον.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοτάφιον: τό, = κενοτάφιον, Φιλόστρ. 371· πρβλ. ψευδήριον.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
το κενοτάφιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + τάφος + επίθημα -ιον (πρβλ. κενο-τάφιον)].