ψυκτήριος
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
α, ον, A cooling, ψ. πτερά, i. e. fans, Achae.10, cf. Hp.Loc.Hom.27.
German (Pape)
[Seite 1402] kühlend, abkühlend, erquickend, Hes. frg. 47, 8, wie Aesch. frg. 134 u. Eur. bei Ath. XI, 503 c, ὑποσκίοισιν εν ψυκτηρίοις.
Greek (Liddell-Scott)
ψυκτήριος: -α, -ον, ψυκτικός, δροσιστικός, ψ. πτερά, τὰ ῥιπίδια, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 690Β.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α ψυκτήρ
αυτός που παρέχει δροσιά, δροσιστικός.
Russian (Dvoretsky)
ψυκτήριος: дающий тень, тенистый (δένδρεα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυκτήριος -α -ον [ψυκτήρ] verkoelend.