βαρβαρώδης
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ες, A barbaric, Sch.Ar.Pax752: Comp., Tz.H.4.601.
German (Pape)
[Seite 433] ες, barbarisch, Schol. Ar. Pax 752.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβαρώδης: -ες, (εἶδος) βαρβαρικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 753.
Spanish (DGE)
-ες bárbaro Sch.Ar.Pax 753, Tz.H.4.600.
Greek Monolingual
βαρβαρώδης, -ες (Μ) βάρβαρος
βάρβαρος στους τρόπους ή στο είδος.