γενεσιουργία
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
ἡ, A generation, Corp.Herm.13.21, Iamb.Comm.Math.9; τοῦ κόσμου Id.Myst.1.11.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, Erzeugung, Sp.; bes. K. S.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
procreación, Corp.Herm.13.21, Iambl.Comm.Math.9, Myst.1.11.
Greek Monolingual
γενεσιουργία, η (Μ) γενεσιουργός
δημιουργία.