διάπυστος
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ον, A heard of, well-known, δ. γίγνεσθαι Hdn.2.12.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάπυστος: -ον, πολὺ γνωστός, δ. γίγνεσθαι Ἡρῳδιαν. 2. 12.
Spanish (DGE)
-ον
muy conocido ἐπεὶ δὲ ταῦτα διάπυστα τῷ δήμῳ ἐγένετο Hdn.2.12.2, τῆς δόξης αὐτοῦ μέχρι Περσῶν διαπύστου γενομένης Sor.V.Hp.8.