ζυμοειδής

From LSJ
Revision as of 09:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῡμοειδής Medium diacritics: ζυμοειδής Low diacritics: ζυμοειδής Capitals: ΖΥΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: zymoeidḗs Transliteration B: zymoeidēs Transliteration C: zymoeidis Beta Code: zumoeidh/s

English (LSJ)

ές, A = ζυμώδης, Sch.Orib.4p.526D.

Greek Monolingual

-ές (Α ζυμοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ζύμη, όμοιος με προζύμι, ζυμώδηςζυμοειδής μάζα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + -ειδής (< είδος)].