θερμηγορέω
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
A speak warmly, hotly, Orac. ap.Luc.Peregr.30.
German (Pape)
[Seite 1201] hitzig, zornig reden, Luc. Pergr. 30.
Greek (Liddell-Scott)
θερμηγορέω: ὁμιλῶ θερμῶς, μετὰ θερμότητος, Χρησμ. παρὰ Λουκ. ἐν Περεγρ. 30.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler avec chaleur ou colère.
Étymologie: θερμός, ἀγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
θερμηγορέω: говорить с жаром или гневно Luc.