ζῳογενής

From LSJ
Revision as of 11:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳογενής Medium diacritics: ζῳογενής Low diacritics: ζωογενής Capitals: ΖΩΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: zōiogenḗs Transliteration B: zōogenēs Transliteration C: zoogenis Beta Code: zw|ogenh/s

English (LSJ)

ές, A of animate kind, mortal, opp. ἀειγενής, Pl.Plt.309c.

German (Pape)

[Seite 1143] ές, thieri sch, τῆς ψυχῆς μέρος Plat. Polit. 309 c.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογενής: -ές, γεννηθεὶς ἐκ ζῴου, ζῳώδης, τὸ ζῳογενὲς τῆς ψυχῆς μέρος Πλάτ. Πολιτικ. 309C.

Greek Monolingual

-ές (Α ζωογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γενής (< γένος), πρβλ. μονογενής, ομογενής].

Russian (Dvoretsky)

ζῳογενής: имеющий животную природу, животный (τὸ τῆς ψυχῆς μέρος Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳογενής -ές [ζῷον, γένος] van dierlijke aard, sterfelijk.