θηροσύνη
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
Dor. -να, ἡ, A the chase, Opp.C.4.43 (pl.), AP6.167 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1210] ἡ, Jagd, sp. D., wie Opp. C. 4, 43; Agath. 28 (VI, 167).
Greek (Liddell-Scott)
θηροσύνη: ἡ, τὸ κυνήγιον, Ὀππ. Κυν. 4. 43, Ἀνθ. Π. 6. 167.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chasse.
Étymologie: θήρ.
Greek Monolingual
θηροσύνη και δωρ. τ. θηροσύνα, ἡ (Α) θήρα
θήρα, κυνήγι.
Greek Monotonic
θηροσύνη: ἡ (θήρ), κυνήγι, θήρα, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θηροσύνη: дор. θηροσύνα ἡ охота Anth.