θριαμβευτής
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who enjoys a triumph, Suid.
German (Pape)
[Seite 1218] ὁ, der Triumphator, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
θριαμβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ θριαμβεύων, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. θριαμβεύτρια (ΑΜ θριαμβευτής, θηλ. -εύτρια) θριαμβεύω
νεοελλ.-μσν.
αυτός που θριάμβευσε, ο τροπαιοφόρος
αρχ.
(στην αρχ. Ρώμη) ο στρατηγός που τελεί θρίαμβο.