καμπυλοσαλπιστής
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A hornblower, = Lat. cornicen, Gloss.
Greek Monolingual
καμπυλοσαλπιστής, ὁ (Α)
(γλώσσα) αυτός που φυσά το κέρας, αυτός που παίζει τον φρύγιο αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + σαλπιστής (< σαλπίζω)].