καλλίφως
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
A shining gloriously, epithet of a divinity, PMag.Par.1.594.
Spanish
Greek Monolingual
καλλίφως, ὁ (Α)
(για θεό) αυτός που λάμπει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + φῶς, φωτός].