κατάκλαδος
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
ον, A gloss on κατάπρεμνος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1353] mit Zweigen versehen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλᾰδος: -ον, πλήρης κλάδων, ὁ Ἡσύχ. συνάπτει μετὰ τοῦ κατάπρεμνος.