καταρροφάνω
From LSJ
English (LSJ)
A gulp or swallow down, Hp.Morb.2.54,59.
Greek (Liddell-Scott)
καταρροφάνω: καταρροφῶ, καταπίνω, Ἱππ. 480. 17., 482. 36.
Greek Monolingual
καταρροφάνω (Α)
καταρροφώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥοφάνω «ρουφώ»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταρροφάνω en καταρροφέω, opslurpen.