καταρροφάνω

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρροφάνω Medium diacritics: καταρροφάνω Low diacritics: καταρροφάνω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΟΦΑΝΩ
Transliteration A: katarrophánō Transliteration B: katarrophanō Transliteration C: katarrofano Beta Code: katarrofa/nw

English (LSJ)

gulp or swallow down, Hp.Morb.2.54,59.

Greek (Liddell-Scott)

καταρροφάνω: καταρροφῶ, καταπίνω, Ἱππ. 480. 17., 482. 36.

Greek Monolingual

καταρροφάνω (Α)
καταρροφώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥοφάνω «ρουφώ»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταρροφάνω en καταρροφέω, opslurpen.

German (Pape)

καταρροφάω, Hippocr.