κοπροφορά
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A load of dung, IG12(7).62.20 (Amorgos, iv B. C., pl.).
Greek Monolingual
κοπροφορά, ἡ (Α)
επιγρ. φορτίο με κοπριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπροφόρος.
Full diacritics: κοπροφορά | Medium diacritics: κοπροφορά | Low diacritics: κοπροφορά | Capitals: ΚΟΠΡΟΦΟΡΑ |
Transliteration A: koprophorá | Transliteration B: koprophora | Transliteration C: koprofora | Beta Code: koprofora/ |
ἡ, A load of dung, IG12(7).62.20 (Amorgos, iv B. C., pl.).
κοπροφορά, ἡ (Α)
επιγρ. φορτίο με κοπριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπροφόρος.