κουρεύσιμος

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεύσιμος Medium diacritics: κουρεύσιμος Low diacritics: κουρεύσιμος Capitals: ΚΟΥΡΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: koureúsimos Transliteration B: koureusimos Transliteration C: koureysimos Beta Code: koureu/simos

English (LSJ)

η, ον, A for cutting hair, σίδηρος Sch.E.Or. 966.

Greek Monolingual

κουρεύσιμος, -ίμη, -ον (Α)
ο κατάλληλος να κουρεύει, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρεύω + -σιμος (πρβλ. εργά-σιμος)].