λευκαυγής
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ές, A white-gleaming, of a fish, Antiph.217.20.
German (Pape)
[Seite 33] ές, weißglänzend, φύσις, eines, Fisches, Antiphan. bei Ath. XIV, 623 b.
Greek (Liddell-Scott)
λευκαυγής: -ές, ἔχων λευκὴν λάμψιν, ἐπὶ ἰχθύος, Ἀντιφ. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 20.
Greek Monolingual
-ές (AM λευκαγής, -ές)
αυτός που εκπέμπει λευκή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -αυγής (< αὖγος < αὐγή), πρβλ. λαμπρ-αυγής].