μάλθων
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A weakling, opp. ἐργάτης, Socr. ap. Stob.4.15.16; = ὁ τὰ ἴδια λάθρᾳ καταφαγών, Lat. nebulo, Gloss.
German (Pape)
[Seite 90] ωνος, ὁ, = μαλακίων, Weichling, Socrat. bei Stob. fl. 56, 16.
Greek (Liddell-Scott)
μάλθων: -ωνος, ὁ, = μαλακίων, Σωκράτ. παρὰ Στοβ. 369. 52.
Greek Monolingual
μάλθων, -ωνος, ὁ (Α)
μαλθακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάλθη
βλ. και λ. μαλθακός.