ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: μεγᾰλόβοτος | Medium diacritics: μεγαλόβοτος | Low diacritics: μεγαλόβοτος | Capitals: ΜΕΓΑΛΟΒΟΤΟΣ |
Transliteration A: megalóbotos | Transliteration B: megalobotos | Transliteration C: megalovotos | Beta Code: megalo/botos |
ον, A gloss on ἱππόβοτος, Apollon.Lex. s.h.v.
μεγαλόβοτος: -ον, ὁ, κατά τινας ἀντὶ ἱππόβοτος· «τὸ γὰρ ἱππο- ἐπὶ τοῦ μεγάλου· ὡς ἱπποπάρῃον, τὸν μεγαλοπάρῃον» Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμηρ. σ. 367.