μιγής

From LSJ
Revision as of 07:55, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐγής Medium diacritics: μιγής Low diacritics: μιγής Capitals: ΜΙΓΗΣ
Transliteration A: migḗs Transliteration B: migēs Transliteration C: migis Beta Code: migh/s

English (LSJ)

ές, A = μικτός, Nic.Fr.68.4.

German (Pape)

[Seite 182] ές, gemischt, Nic. bei Ath. III, 126 b, wenn nicht μιγῆ adverbial = μίγδην zu nehmen ist.

Greek (Liddell-Scott)

μῐγής: -ές, = μικτός, Νικ. Ἀποσπ. 1. 4.

Greek Monolingual

μιγής, -ές (Α)
μικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι / μείγνυμι. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -μιγής (πρβλ. αμιγής, συμμιγής)].