μυελώδης

From LSJ
Revision as of 11:31, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυελώδης Medium diacritics: μυελώδης Low diacritics: μυελώδης Capitals: ΜΥΕΛΩΔΗΣ
Transliteration A: myelṓdēs Transliteration B: myelōdēs Transliteration C: myelodis Beta Code: muelw/dhs

English (LSJ)

ες, A like marrow, ὑγρότης Arist.HA517a3.

German (Pape)

[Seite 213] ες, markähnlich, markartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυελώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μυελόν, ὑγρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 2.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ μυελώδης, -ῶδες) μυελός
1. αυτός που είναι όμοιος με τον μυελό ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του μυελού
2. αυτός που αποτελείται από μυελό
3. (κατ' επέκτ.) απαλός, τρυφερός.

Russian (Dvoretsky)

μυελώδης: похожий на мозг, мозговидный (ὑγρότης Arst.).