μονόχρωμος

From LSJ
Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχρωμος Medium diacritics: μονόχρωμος Low diacritics: μονόχρωμος Capitals: ΜΟΝΟΧΡΩΜΟΣ
Transliteration A: monóchrōmos Transliteration B: monochrōmos Transliteration C: monochromos Beta Code: mono/xrwmos

English (LSJ)

ον, A v.l. for μονόχροος, Arist.GA755a4.

German (Pape)

[Seite 206] = Vorigem, Arist. gen. anim. 5, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόχρωμος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, μονοχρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκό-χρωμος, πολύ-χρωμος].

Russian (Dvoretsky)

μονόχρωμος: Arst. = μονόχρως.