νεκροάρτης
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ου, ὁ, A = νεκρεπάρτης, AJP34.448 (Egypt).
Greek Monolingual
νεκροάρτης, ὁ (Α)
νεκρεπάρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -άρτης (< θ. -αρ- του αἴρω «σηκώνω» πρβλ. μελλ. ἀρῶ), πρβλ. λιθ-άρτης, πυλ-άρτης].