νεκρεπάρτης
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
νεκρεπάρτου, ὁ, remover of corpses, Cat.Cod.Astr.8(3).110, 8(4).215, prob. l. ib.7.117.
Greek Monolingual
νεκρεπάρτης, ὁ (Α)
αυτός που μεταφέρει τα πτώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -επάρτης (< ἐπαίρω «σηκώνω»), πρβλ. σταφυλεπάρτης].