νεκροάρτης

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροάρτης Medium diacritics: νεκροάρτης Low diacritics: νεκροάρτης Capitals: ΝΕΚΡΟΑΡΤΗΣ
Transliteration A: nekroártēs Transliteration B: nekroartēs Transliteration C: nekroartis Beta Code: nekroa/rths

English (LSJ)

νεκροάρτου, ὁ, = νεκρεπάρτης, AJP34.448 (Egypt).

Greek Monolingual

νεκροάρτης, ὁ (Α)
νεκρεπάρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -άρτης (< θ. -αρ- του αἴρω «σηκώνω» πρβλ. μελλ. ἀρῶ), πρβλ. λιθάρτης, πυλάρτης].