ἐντεροκήλη

From LSJ
Revision as of 08:33, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεροκήλη Medium diacritics: ἐντεροκήλη Low diacritics: εντεροκήλη Capitals: ΕΝΤΕΡΟΚΗΛΗ
Transliteration A: enterokḗlē Transliteration B: enterokēlē Transliteration C: enterokili Beta Code: e)nterokh/lh

English (LSJ)

ἡ, A intestinal hernia, rupture, Dsc.1.74 (pl.), Gal.7.36, Cels.7.18.

German (Pape)

[Seite 855] ἡ, Darmbruch, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεροκήλη: ἡ, «ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον εἰς ὄγκον αἰρόμενον» Πολυδ. Δ΄, 203, κοινῶς «κατέβασμα», «σπάσιμον», Διοσκ. 1. 102, Γαλην. ΙΙ. 275D, 396G, ἔκδ. Παρισ.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
medic. enterocele, hernia intestinal στέλλει δὲ καὶ ἐντεροκήλας καταπλασθέντα Dsc.1.74.2, cf. Gal.11.889, τοὺς πόνους τῶν ἐντεροκηλῶν medic. en PMich.758.F.re.5
concr. hernia escrotal, osqueocele περὶ δὲ ὄσχεον ἐ. Gal.14.780, cf. Cels.7.18, Orib.50.42.5, Hippiatr.50.1.

Greek Monolingual

η (AM ἐντεροκήλη)
κήλη που δημιουργείται από πτώση τμήματος του εντέρου μέσα στο όσχεο.